- προσαθροίζω
- προσαθροίζω,A gather to, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαθροίζω — Α αθροίζω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσάθροισις — οίσεως, ἡ, ΜΑ [προσαθροίζω] επιπρόσθετη άθροιση, συνάθροιση σε έναν τόπο … Dictionary of Greek